υποδρασία

υποδρασία
και ιων. τ. ὑποδρασίη, ἡ, Α [ὑπόδρα]
(κατά τον Ησύχ.)
1. (ο ιων. τ.) ὑποδρασίη
«ὑποψία»
2. (η αιτ. πληθ.) ὑποδρασίας
«τὰς ἔχθρας».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”